- βραχύτητα
- [-ης (-ητος)] η1) краткость, лаконичность, 2) краткость, непродолжительность;
βραχύτητα της ζωής — краткость жизни, недолговечность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραχύτητα της ζωής — краткость жизни, недолговечность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραχύτητα — η 1. η συντομία: Η βραχύτητα της προθεσμίας μάς πιέζει εξαιρετικά. 2. το να είναι ένα φωνήεν βραχύχρονο ή μια συλλαβή βραχύχρονη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραχύτητα — η (AM βραχύτης) [βραχύς] 1. η έλλειψη ύψους ή μήκους 2. (για χρόνο) η συντομία 3. το να είναι συλλαβή ή φωνήεν βραχύ αρχ. 1. η στενότητα 2. (για θάλασσα) το να είναι ρηχή 3. η πενία, η απορία … Dictionary of Greek
βραχύτητα — βραχύτης shortness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek
-αι — (ΑΝ) κατάληξη ονομαστικής και κλητικής πληθυντικού τών ονομάτων τής α κλίσεως (π. χ. ἡμέραι, χῶραι, ταμίαι, ἐπαγγελματίαι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ονομ./κλητ. πληθ. σε αι τής Ελληνικής (θεαί, χῶραι) είναι αναλογικός σχηματισμός κατά τα θεματικά* κλιτά… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… … Dictionary of Greek
έπιβδα — ἔπιβδα, η (Α) 1. η ημέρα μετά τον γάμο ή γιορτή, τα μεθεόρτια 2. στον πληθ. αἱ ἔπιβδαι η πρώτη μέρα τού χρόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *βδᾰ (< *πδα;) τ. αβέβαιης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρ. *ped (πεδ )… … Dictionary of Greek
βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
βρίθω — (Α βρίθω) είμαι κατάφορτος, είμαι γεμάτος από κάτι αρχ. 1. κάμπτομαι από το βάρος, λυγίζω 2. υπερισχύω, επικρατώ 3. παρέχω με αφθονία, φορτώνω κάποιον με δώρα κ.λπ. 4. είμαι βαρύς («ἔρις βεβριθυῑα» βαριά διαμάχη). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. βρίθω όσο… … Dictionary of Greek
βραχυσυλλαβίη — βραχυσυλλαβίη, η (Α) η βραχύτητα της συλλαβής … Dictionary of Greek